- φωτίγγιον
- φωτίγγιον, τό, Dim. of φῶτιγξ, Posidon.2J., Ael.NA6.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτίγγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίγγιον — τὸ, ΜΑ [φῶτιγξ, φώτιγγος] 1. υποκορ. τού φῶτιγξ* 2. (κατά τον Ζωναρ.) «ὄρνεον» … Dictionary of Greek
φωτιγγίῳ — φωτίγγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίγγια — φωτίγγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)